ἤλυθεν

ἤλυθεν
ἔρχομαι
ibo
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALAEMONIUS — Argonautarum unus, quem Orpheus claudum fuisse his verbis innuit: Ε᾿ν δὲ Παλαιμόνιος Λέρνου νόθος ἤλυθεν υιὃς, Σίνετο δὲ σφυρὰ διςςὰ, πόδας δ᾿ οὐκ ἦεν ἀρηροὺς, Τούνεκεν Η῾φαίςτοιο γόνον καλεεσκον ἅπαντες …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SISYPHUS — Aeoli fil. qui icum Atticam latrociniis infestaret (unde Ovid. Met. l. 13. v. 32. Quid sanguine cretus Sisyphio, furtisque et fraude simillimus illi.) a Theseo occisus est. Hunc Poetae fabulantur eô supplicii genere apud inferos plecti, ut saxum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… …   Dictionary of Greek

  • υπόδρομος — (I) ὁ, Α (σχετικά με πλοία) όρμος, αραξοβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρόμος]. (II) ον, Α 1. αυτός που τρέχει κάτω από κάτι («κείνῃσιν δ ὄχθησιν ὑπόδρομος ἤλυθεν Ἀργώ», Ορφ.) 2. ονομασία δηλητηριώδους αράχνης, ψύλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”